Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Ρισπὲν Ζᾶν

Γκρεμίστε ὅλη τὴν Ἑλλάδα σὲ βάθος 100 μέτρων. Ἀδειάστε ὅλα τὰ μουσεῖα
σας, ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο. Γκρεμίστε κάθε τί Ἑλληνικὸ ἀπὸ ὅλο τὸν
πλανήτη... Ἔπειτα σβῆστε τὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα ἀπὸ παντοῦ. Ἀπὸ τὴν
ἰατρική σας, τὴν φαρμακευτική σας, τὰ μαθηματικά σας (γεωμετρία,
ἄλγεβρα), ἀπὸ τὴν φυσικὴ, τὴν χημεία, τὴν ἀστρονομική, τὴν πολιτική,
τὴν καθημερινότητά σας.
Διαγράψτε τὰ μαθηματικά, διαγράψτε κάθε σχῆ

μα, κάντε τὸ
τρίγωνο-ὀκτάγωνο, τὴν εὐθεία-καμπύλη, σβῆστε τὴν γεωμετρία ἀπὸ τὰ
κτίρια σας, τοὺς δρόμους σας, τὰ παιχνίδια σας, τὰ ἁμάξια σας, σβῆστε
τὴν ὀνομασία κάθε ἀσθένειας καὶ κάθε φαρμάκου, διαγράψτε τὴν
δημοκρατία καὶ τὴν πολιτική, διαγράψτε τὴν βαρύτητα καὶ φέρτε τὸ πάνω
κάτω, ἀλλάξτε τοὺς δορυφόρους σας νὰ ἔχουν τετράγωνη τροχιά, ἀλλάξτε
ὅλα τὰ βιβλία σᾶς (γιατί παντοῦ θὰ ὑπάρχει καὶ ἔστω μία ἑλληνικὴ
λέξη), σβῆστε ἀπὸ τὴν καθημερινότητα σᾶς κάθε ἑλληνικὴ λέξη, ἀλλάξτε
τὰ εὐαγγέλια, ἀλλάξτε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ποὺ καὶ αὐτὸ βγαίνει ἀπὸ τὰ
Ἑλληνικὰ καὶ σημαίνει αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸ χρίσμα, ἀλλάξτε καὶ τὸ σχῆμα
κάθε ναοῦ (νὰ μὴν ἔχει τὴν ἑλληνικὴ γεωμετρία), σβῆστε τὸν Μέγα
Ἀλέξανδρο, σβῆστε ὅλους τους Μυθικοὺς καὶ Ἱστορικοὺς ἥρωες, ἀλλάξτε
τὴν παιδεία σας, ἀλλάξτε τὸ....

ὄνομα τῆς ἱστορίας, ἀλλάξτε τὰ ὀνόματα στὰ πανεπιστήμια σας, ἀλλάξτε
τὸν τρόπο γραφῆς σας, χρησιμοποιῆστε τὸν ἀραβικό, διαγράψτε τὴν
φιλοσοφία, διαγράψτε, διαγράψτε, διαγράψτε...

Θὰ πεῖτε "δὲν γίνεται". Σωστά, δὲν γίνεται γιατί μετὰ δὲν θὰ μπορεῖτε
νὰ στεριώσετε οὔτε μία πρόταση! Δὲν γίνεται νὰ σβήσει ἡ Ἑλλάδα, ὁ
Ἕλληνας, ἡ προσφορὰ τοῦ πάνω σὲ αὐτὸν τὸν πλανήτη...
Ἡ πρόκληση πάντως ἰσχύει.

Ρισπὲν Ζᾶν (Ἀλγερία 1849 – Παρίσι 1926). Γάλλος λογοτέχνης καὶ δραματουργός.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

«Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται» - Χρόνης Μίσσιος

«Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται»

(Άγνωστος στο ευρύ κοινό μα με μεγάλο συγγραφικό ταλέντο .ο Χρόνης Μίσσιος έφυγε από τη ζωή χθες .. μια μεγάλη απώλεια

"Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ' αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναυπάρξουμε ποτέ.
Και μείς τι την κάνουμε, ρε αντί να την ζήσουμε;
Τί την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την...
Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;
Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα...
Έτσι, μ'αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;
'Ολο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ'την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες", σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό".
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας...
Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα 'ρθει ποτέ...
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς... Όμως το αφήσαμε για αύριο...
Για να πάμε που;
Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και μεις οι μ......, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ'τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
Ξέρεις γιατι;
Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμμία ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος. Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές απο την ταράτσα για να μην πεθάνει.
Ήρθανε να την πάρουν και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο. Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει: "Χους ει και εις χουν απελεύσει". Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια ..."

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Μαγικό νησί - Βαγγέλης Γερμανός



Έρχεσαι σαν άνοιξη μέσα στο τραγούδι μου
σαν το σπουργιτάκι πεταχτή
αγκαλιά μου ορθάνοιχτη
κόκκινο λουλούδι μου
μες στης μοναξιάς μου το κελί

Είσαι ένα μαγικό νησί
της λησμονιάς μου το νερό
που με χαϊδευει σαν αγέρι δροσερό
Είσαι ένα μαγικό νησί
μέσα στο πέλαγο του νου
στην ερημιά του μεγάλου ωκεανού

Όλα γύρω αλλάζουνε
τρέχουνε και βιάζονται
μα εγώ εσένα λαχταρώ
τα πιο δυνατά ποτά
δε μου κάνουν τίποτα
φτιάχνομαι μονάχα αν σε δω

Είσαι ένα μαγικό νησί
της λησμονιάς μου το νερό
που με χαϊδευει σαν αγέρι δροσερό
Είσαι ένα μαγικό νησί
μέσα στο πέλαγο του νου
στην ερημιά του μεγάλου ωκεανού

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

ΧΑΛΚΙΔΑ - Γιάννης Σκαρίμπας

ΧΑΛΚΙΔΑ

(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος
κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη!
νά μήν ξέρω άν είμαι –μέσα στήν ασβόλη–
ένας λυπημένος πιερότος!
Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
ώ Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) καί φέτος
ήμουν –στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα…
Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι
πάν' σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
Ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάρια
τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.
Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σου
κι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα,
κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα
καί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έτσι νάν' σπασμένοι, νά φυσά απ' τό νότο
καί μέ πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα:
Άχ, νεκρόν στό χώμα –νά φωνάζεις– είδα
έναν μου ακόμη πιερότο! . . .